- μπαγάσας
- ο , μπαγάσικο τό1) негодяй, подлец, мерзавец; 2) плут, хитрец; мошенник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπαγάσας — ο 1. κίναιδος 2. κατεργαράκος, επιτήδειος («είδες πώς τά κατάφερε ο μπαγάσας;») 3. αναξιόπιστος, αχρείος, διεφθαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μπαγάσα (ἡ), με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
μπαγάσας — ο 1. (λ. γαλλ.), άνθρωπος αναξιόπιστος, παλιάνθρωπος: Με γέμισε ψέματα ο μπαγάσας! 2. φρ., «Βρε τον μπαγάσα» (με θαυμασμό), τον πονηρό, τον κατεργάρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Nikolas Asimos — Nikolaos Asimopoulos Born August 20, 1949(1949 08 20) Died March 17, 1988(1988 03 17) (aged 38) Nationality Greek Other names Nikos Asimos … Wikipedia
μπαγάσικος — η, ο [μπαγάσας] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε μπαγάσα, κατεργάρης, πονηρός 2. το ουδ. ως ουσ. το μπαγάσικο λέγεται με θωπευτική σημασία («πού θα μού πας μπαγάσικο!»). επίρρ... μπαγάσικα με μπαγάσικο τρόπο … Dictionary of Greek